Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ελληνικό άρχισε να κατοικείται το 1925 μετά τη μικρασιατική καταστροφή από Πόντιους πρόσφυγες προερχόμενοι από τα Σούρμενα του Πόντου. Πριν από αυτό αναφέρεται ως ακατοίκητος χώρος, άγονος και άνυδρος με αγροτικό χαρακτήρα, που αποτελούσε ως το 1830 βοσκοτόπι ιδιοκτησίας του Τούρκου Πασά Χασάν (Χασάνι Τσιφλίκι) που εκτεινόταν ως τη Βούλα.
Το 1925 -26 αρχίζει ο εποικισμός από Πόντιους, με μέριμνα της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων που είχε ως πρόεδρο τον Μοργκεντάου (πρέσβη των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη το 1914), και στη συνέχεια και από Θράκες με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Σε ομιλία της για τα Σούρμενα η κ. Χ. Συμεωνίδου – Χείλαρη αναφέρει ότι αρχικά έμειναν για μικρό χρονικό διάστημα στην Αργυρούπολη όπου υπήρχε νερό. Σύντομα μεταφέρθηκαν στο μέρος αυτό που ονόμασαν Σούρμενα, ξεγελώντας έτσι τη νοσταλγία τους για την πατρώα γη. Εδώ στις πλαγιές του Υμηττού, τόπο ακατοίκητο από αιώνες, άγονο, άνυδρο, βραχώδη και αφιλόξενο έστησαν τις πρώτες σκηνές μέσα στον ήλιο, το κρύο, τη βροχή, τον αέρα. Μερικοί προσπάθησαν να κτίσουν σπίτια με πλίνθους που γρήγορα κατέρρευσαν από τα νερά των βροχών.
Το υπουργείο Γεωργίας έδωσε κλήρους ανταλλάξιμης γης 5 στρεμμάτων το 1925. Όσοι καταφθάνουν κατοχυρώνουν τον κλήρο τους. Η παροχή αυτή έχει συγκεκριμένους όρους. Για τα Σούρμενα τα στρέμματα δεν είναι ενιαία και αφαιρώντας την εισφορά για δρόμους και κοινόχρηστους χώρους είναι 4 στρέμματα. Στο Κάτω Ελληνικό προϋπόθεση για την εγκατάσταση ήταν η δήλωση ότι αναλάμβανε ο κάτοικος να κάνει εκβραχισμούς του οικοπέδου του, περιμάνδρωση και κήπο. Αυτονόητο είναι ότι αυτές τις προϋποθέσεις μπορούσαν να εκπληρώσουν μόνο οι πιο εύποροι της εποχής. Έτσι η περιοχή κατοικήθηκε από εμπόρους, εφοπλιστές, εύπορους και εγγράμματους που κατάγονταν από τη Σμύρνη, τον Πόντο, την Πόλη. Την ονόμασαν Κηπούπολη κι ήταν «όνομα και πράμα».
Το 1928 δίνονται οι αποζημιώσεις των ανταλλάξιμων περιουσιών και κτίζονται αρκετά πέτρινα σπίτια. Την ίδια χρονιά ανοίγουν δημόσιο πηγάδι στην οδό Ιασωνίδου και η ζωή παίρνει το δρόμο προς το καλύτερο. Ειδικά για το νερό μέχρι το 1956 που μπαίνει το δίκτυο της ύδρευσης, οι κάτοικοι ή άνοιγαν πηγάδια βάθους 22 – 30 μέτρων ή το αγόραζαν από τον νερουλά με το δίκυκλο.
Τα Σούρμενα ανήκαν στην Κοινότητα Καλαμακίου μέχρι το 1929, οπότε αποσπώνται και γίνονται δύο κοινότητες:
Α. Κοινότητα Ελληνικού με το Διάταγμα 8-3-1930 ΦΕΚ Α΄ 80/1930 και
Β. Κοινότητα Κομνηνών (Χασάνι) με το Βασιλικό Διάταγμα 4-7-1929 ΦΕΚ Α΄ 221/1929.
Η κυβέρνηση Μεταξά αποφασίζει στην περιοχή να δημιουργηθεί αεροδρόμιο. Οι κάτοικοι της Κηπούπολης δεν αντιδρούν πιστεύοντας ότι δεν θα τους επηρεάσει το θέμα. Γίνονται οι πρώτες απαλλοτριώσεις και το 1935 ο ίδιος ο Μεταξάς βάζει το θεμέλιο λίθο γκρεμίζοντας τα σπίτια στο Χασάνι έως τα όρια της Κηπούπολης.
Το 1937 αρχίζει η κατασκευή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης που ολοκληρώνεται το 1938 και έτσι δρομολογείται η πρώτη λεωφορειακή γραμμή για το Κέντρο, που είχε αφετηρία στην οδό Ακαδημίας. Ως τότε το μόνο συγκοινωνιακό μέσο που εξυπηρετούσε την περιοχή ήταν ένα ταξί – λεωφορείο, που το ναύλωναν οι κάτοικοι για να ανεβοκατεβαίνουν στην Αθήνα.
Ένα από τα πρώτα θέματα που φροντίζουν οι πρώτοι κάτοικοι είναι να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Σπίτια δεν υπάρχουν ακόμα, ζουν σε σκηνές και το σχολείο λειτουργεί κι αυτό σε σκηνή με πρώτη δασκάλα την Κυριακή Γουρζουλίδου. Όλοι μαζί κτίζουν το δημοτικό σχολείο (1925 – 1932), μια παράγκα σκεπασμένη με φύλλα αμίαντου στη θέση του ΠΙΚΠΑ, δηλ. στην πλατεία Σουρμένων. Το 1932 πάλι από τους κατοίκους χτίζεται πέτρινο σχολείο. Έχει δύο αίθουσες, γραφείο, χωλ και λειτουργεί ως μονοθέσιο ως το 1968. Το κτήριο σώζεται ακόμα στην πλατεία και σήμερα στεγάζει το Ποντιακό Μουσείο.
Το 1943 με τη Γερμανική Κατοχή δίνεται η εντολή εκκένωσης της περιοχής και οι κάτοικοι βρίσκουν καταφύγιο σε σπίτια στην Καλλιθέα, την Κοκκινιά και τη Νέα Σμύρνη. Η περιοχή διαμορφώνεται σε εικονικό αεροδρόμιο με απώτερο σκοπό να μη βομβαρδιστούν οι πραγματικές εγκαταστάσεις. Οι βομβαρδισμοί επέτειναν την καταστροφή και την ερήμωση. Στην Κατοχή οι κοινότητες Γλυφάδας και Ελληνικού καταργούνται και στη θέση τους δημιουργείται ο Δήμος Ευρυάλης με το Νόμο 239/1943 ΦΕΚ Α΄ 174/1943. Δύο χρόνια αργότερα με αναγκαστικό Νόμο του 1945 αποσπάστηκε από το Δήμο Ευρυάλης και ανασυστάθηκε ως Κοινότητα Ελληνικού.
Με τη λήξη του πολέμου τον Οκτώβριο του ΄44 οι παλιοί κάτοικοι των Σουρμένων επιστρέφουν από τη «δεύτερη εξορία» όπως οι ίδιοι λένε και ξαναχτίζουν τα σπίτια τους. Η ανάγκη για χρήματα τους κάνει να πουλήσουν μέρος του κλήρου τους κυρίως σε άλλους Πόντιους πρόσφυγες.
Η περίοδος ΄45-΄55 είναι περίοδος ανοικοδόμησης. Τα σπίτια είναι μονοκατοικίες με αυλές εσωτερικές. Παραμένει περιοχή εργατική με χαμηλά εισοδήματα (κυρίως εργάτες – οικοδόμοι). Το 1956 ενόψει της επίσκεψης Αϊζενχάουερ κατεδαφίζονται τελείως τα οικήματα στο Χασάνι και σε τμήμα του Κάτω Ελληνικού για τις ανάγκες επέκτασης του αεροδρομίου και της Αμερικανικής Στρατιωτικής Βάσης (συνολικής έκτασης 5.000 στρεμμάτων). Το 1968 καταργήθηκε εκ νέου ως κοινότητα και αποτέλεσε με την Κοινότητα Καλαμακίου το Δήμο Αλίμου. Επανασυστάθηκε όμως το 1975 με το Νόμο 185/1975.
«Όταν ξεκίνησε το 1975 η τότε Κοινότητα Ελληνικού δεν είχε καρέκλα να κάτσει κανένας. Οι πρώτες συνεδριάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου έγιναν στην αίθουσα του Ποντιακού Συλλόγου. Γραμματέας ερχόταν από το Δήμο Βούλας και επί οκτάμηνο δεν υπήρχε υπάλληλος… Στα χρόνια που ακολούθησαν όχι μόνο κάλυψε τη διαφορά αλλά και ξεπέρασε πολλούς άλλους δήμους και σε αναλογία πληθυσμού παρέχει στους πολίτες πλήθος δραστηριοτήτων και υπηρεσιών» (απόσπασμα ομιλία του Δημάρχου Κώστα Κορτζίδη στο δημοτικό συμβούλιο τον Ιανουάριο του 1998).
Το 1982 αναγνωρίστηκε ως Δήμος και άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 1983. Ο Κώστας Κορτζίδης διετέλεσε δήμαρχος μέχρι το 1998. Ακολούθησαν οι Ιορδάνης Εφραιμίδης (1999-2006) και Χρήστος Κορτζίδης (2007 – 2010).
Το 2010 με τον Καλλικράτη καταργήθηκε και αποτέλεσε με το Δήμο Αργυρούπολης το δήμο Ελληνικού – Αργυρούπολης.
Πηγή: «Ανίχνευση του κοινωνικοπολιτιστικού πλαισίου ζωής στους δήμους Αλίμου, Αργυρούπολης, Γλυφάδας, Ελληνικού», Αθηναϊκό Κέντρο Μελέτης του Ανθρώπου, Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών 1999)